- σκωτικός
- η , όν шотландский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκωτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σκώτους και στη Σκωτία, σκωτζέζικος 2. (το θηλ. ως κύριο όν). η Σκωτική η σκωτική γλώσσα 3. φρ. «σκωτική γλώσσα» γλωσσ. α) κελτική γλώσσα που μιλιέται στη Σκωτία, αλλ. σκωτική γαελική γλώσσα β)… … Dictionary of Greek
σκοτικός — ή, ό, Ν βλ. σκωτικός … Dictionary of Greek
σκωτσέζικος — η, ο, Ν [Σκωτσέζος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σκωτία ή στους Σκώτους ή αυτός που προέρχεται από αυτούς, σκωτικός («σκωτσέζικο ύφασμα») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σκωτσέζικα η σκωτική γλώσσα. επίρρ... σκωτσέζικα κατά τρόπο σκωτσέζικο … Dictionary of Greek